μιτώνω

μιτώνω
(Α μόνο το μέσ. μιτοῡμαι, -όομαι) [μίτος]
περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια
αρχ.
1. (για τη Μοίρα) κλώθω («Μοῑρα οὕτω ἐμιτώσατο», επιγρ.)
2. φρ. μτφ. «φθόγγον μιτοῡμαι» — κάνω τη φωνή μου να ηχήσει σαν χορδή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταμιτ(τ)ώνω — και καταμητώνω (Μ) 1. (για κάτι που μού εμπιστεύθηκαν για φύλαξη) υποθηκεύω, βάζω ενέχυρο 2. μέσ. καταμιττώνομαι (για άσωτο) βάζω ενέχυρο τα ρούχα μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μιτώνω «ξεγελώ» (< μίτος «κουβάρι»)] …   Dictionary of Greek

  • μίτωμα — το (Α μίτωμα) [μιτώνω] νεοελλ. το μιτάρωμα αρχ. ύφασμα από μίτο …   Dictionary of Greek

  • μιτούμαι — μιτοῡμαι, όομαι (Α) βλ. μιτώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”